Το
Άγιο Μύρο ή αλλιώς «έλαιον ευχαριστίας», χρίσμα ευχαριστίας» ή και
«χρίσμα επουράνιον», συμβολίζει τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Πρόκειται για ένα έλαιο που περιέχει ένα μείγμα 57 διαφορετικών
φαρμακευτικών φυτών και αρωματικών ουσιών.
Πιο συγκεκριμένα, τα υλικά με τα οποία παρασκευάζεται το Άγιο Μύρο, είναι: αρωματικά φυτά, δρόγες και αιθέρια έλαια, από τα οποία το σημαντικότερο είναι το ροδέλαιο το οποίο αποστέλλεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας. Τα συστατικά αυτά με διάφορες παραλλαγές και προσθήκες, εμφανίζονται σε καταλόγους από τον 8ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το έλαιο, τον οίνο, το κιννάμωμο, την ίριδα, την μαστίχη Χίου , την αγγελική, το σάψιχο, τα μύρα, το μυροβάλανο, τη ζινγκίβερη, την νάρδο και τα φύλλα ινδικού. Επίσης, χρησιμοποιείται και μόσχος, αιθεριούχο ζωικό έκκριμα από τον αδένα του αρσενικού μοσχαριού.
Το Άγιο Μύρο παρασκευάζεται κατ’ αρχαίο προνόμιο αποκλειστικά από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, κάθε δέκα περίπου χρόνια.
Μετά την παρασκευή του, το Άγιο Μύρο καθαγιάζεται και αποστέλλεται σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά το μυστήριο του χρίσματος , μετά τη βάπτιση.
Η παρασκευή (έψηση) του Αγίου Μύρου βασίζεται στην περιγραφή του Μωυσή στο Βιβλίο της Εξόδου (Έξοδος λ΄ 22-25), όπου αναφέρεται:
«…καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων• καὶ σὺ λάβε ἡδύσματα, τὸ ἄνθος σμύρνης ἐκλεκτῆς πεντακοσίους σίκλους καὶ κινναμώμου εὐώδους τὸ ἥμισυ τούτου διακοσίους πεντήκοντα καὶ καλάμου εὐώδους διακοσίους πεντήκοντα καὶ ἴρεως πεντακοσίους σίκλους τοῦ ἁγίου καὶ ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν εἲν καὶ ποιήσεις αὐτὸ ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικὸν τέχνῃ μυρεψοῦ• ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον ἔσται…»
Η «έψησις» αρχίζει τη Μ. Δευτέρα το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία, οπότε αγιάζονται τα βασικά συστατικά του Μύρου κατά τη διάρκεια ειδικής ακολουθίας, στην οποία προΐσταται ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Κι όπως ορίζει το τυπικό, ο Πατριάρχης ραντίζει με αγιασμένο ύδωρ τους λέβητες, τα σκεύη και τα υλικά για την παρασκευή του Αγίου Μύρου.
Στη συνέχεια, κρατώντας αναμμένα τα δικηροτρίκηρα, ανάβει τον κάθε λέβητα (πέντε συνολικά), στους οποίους έχουν τοποθετηθεί ως καύσιμη ύλη, φθαρμένα εκκλησιαστικά έντυπα, καθώς και άχρηστα ξύλα από διάφορα μέρη του ναού (αναλόγια, στασίδια κ.α.). Κατόπιν, ο Πατριάρχης αναγινώσκει περικοπές από το ιερό Ευαγγέλιο.
Η ανάγνωση συνεχίζεται από Αρχιερείς και ιερείς οι οποίοι εναλλάσσονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η διαδικασία αυτή ακολουθεί με την ίδια τυπική διάταξη την Μ. Τρίτη και την Μ. Τετάρτη, οπότε το Μύρο διαυγές πλέον, μεταγγίζεται σε μεγάλους αργυρούς αμφορείς, σε μικρά αργυρά δοχεία, καθώς και σε αλαβάστρινα, τα οποία μεταφέρονται στο Πατριαρχικό παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέου. Από εκεί τη Μ. Πέμπτη το πρωί με λιτανεία μεταφέρονται στον Πατριαρχικό ναό από 24 ιερείς που κρατούν τους 12 αμφορείς, από 35 περίπου Αρχιερείς που κρατούν αργυρά και αλαβάστρινα δοχεία και τον Πατριάρχη που κρατεί αργυρό δοχείο.
Στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας που προεξάρχει ο Πατριάρχης, γίνεται ο καθαγιασμός του Μύρου που παρασκευάσθηκε. Οι αμφορείς και τα υπόλοιπα δοχεία τοποθετούνται γύρω και επάνω στην Αγία Τράπεζα, όπως διαβάζουμε στο dogma.gr.
Στο τέλος της Λειτουργίας, πάλι με πομπή, μεταφέρονται τα δοχεία στο Μυροφυλάκιο του Πατριαρχείου.
Το Άγιο Μύρο ξεκίνησε να παρασκευάζεται τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε πολύ γεωγραφικά, προκειμένου να μπορεί να τελείται το μυστήριο του χρίσματος σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου δεν μπορούσαν να πάνε οι Απόστολοι, οι οποίοι έχοντας την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ήταν και οι μόνοι που μπρούσαν να τελέσουν το μυστήριο.
Ως τον 8ο αιώνα, το δικαίωμα παρασκευής Αγίου Μύρου είχαν όλοι οι επίσκοποι. Σταδιακά, ωστόσο, το δικαίωμα αυτό περιορίστηκε στους Πατριάρχες και κατόπιν στον Οικουμενικό Πατριάρχη, για λόγους διοικητικής τάξης και ενότητας των εκκλησιών.
Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, Άγιο Μύρο παρασκευάστηκε:
Το 1208 επί Πατριαρχίας Μιχαήλ Δ΄ (στη Νίκαια)
Το 1705 επί Πατριαρχίας Γαβριήλ Γ΄
Το 1759 επί Πατριαρχίας Σεραφείμ Β΄
Το 1833 επί Πατριαρχίας Κωνσταντίου Α΄
Το 1856 επί Πατριαρχίας Κύριλλου Ζ΄
Το 1865 επί Πατριαρχίας Σωφρονίου Γ΄
Το 1879 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
Το 1890 επί Πατριαρχίας Διονυσίου Ε΄
Το 1903 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
Το 1912 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
Το 1928 επί Πατριαρχίας Βασιλείου του Γ΄
Το 1939 επί Πατριαρχίας Βενιαμίν
Το 1951 επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα
Το 1960 επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα
Το 1973 επί Πατριαρχίας Δημητρίου
Το 1983 επί Πατριαρχίας Δημητρίου
Το 1992 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
Το 2002 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
Το 2012 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
Πιο συγκεκριμένα, τα υλικά με τα οποία παρασκευάζεται το Άγιο Μύρο, είναι: αρωματικά φυτά, δρόγες και αιθέρια έλαια, από τα οποία το σημαντικότερο είναι το ροδέλαιο το οποίο αποστέλλεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας. Τα συστατικά αυτά με διάφορες παραλλαγές και προσθήκες, εμφανίζονται σε καταλόγους από τον 8ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το έλαιο, τον οίνο, το κιννάμωμο, την ίριδα, την μαστίχη Χίου , την αγγελική, το σάψιχο, τα μύρα, το μυροβάλανο, τη ζινγκίβερη, την νάρδο και τα φύλλα ινδικού. Επίσης, χρησιμοποιείται και μόσχος, αιθεριούχο ζωικό έκκριμα από τον αδένα του αρσενικού μοσχαριού.
Το Άγιο Μύρο παρασκευάζεται κατ’ αρχαίο προνόμιο αποκλειστικά από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, κάθε δέκα περίπου χρόνια.
Μετά την παρασκευή του, το Άγιο Μύρο καθαγιάζεται και αποστέλλεται σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά το μυστήριο του χρίσματος , μετά τη βάπτιση.
Η παρασκευή (έψηση) του Αγίου Μύρου βασίζεται στην περιγραφή του Μωυσή στο Βιβλίο της Εξόδου (Έξοδος λ΄ 22-25), όπου αναφέρεται:
«…καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων• καὶ σὺ λάβε ἡδύσματα, τὸ ἄνθος σμύρνης ἐκλεκτῆς πεντακοσίους σίκλους καὶ κινναμώμου εὐώδους τὸ ἥμισυ τούτου διακοσίους πεντήκοντα καὶ καλάμου εὐώδους διακοσίους πεντήκοντα καὶ ἴρεως πεντακοσίους σίκλους τοῦ ἁγίου καὶ ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν εἲν καὶ ποιήσεις αὐτὸ ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικὸν τέχνῃ μυρεψοῦ• ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον ἔσται…»
Η «έψησις» αρχίζει τη Μ. Δευτέρα το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία, οπότε αγιάζονται τα βασικά συστατικά του Μύρου κατά τη διάρκεια ειδικής ακολουθίας, στην οποία προΐσταται ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Κι όπως ορίζει το τυπικό, ο Πατριάρχης ραντίζει με αγιασμένο ύδωρ τους λέβητες, τα σκεύη και τα υλικά για την παρασκευή του Αγίου Μύρου.
Στη συνέχεια, κρατώντας αναμμένα τα δικηροτρίκηρα, ανάβει τον κάθε λέβητα (πέντε συνολικά), στους οποίους έχουν τοποθετηθεί ως καύσιμη ύλη, φθαρμένα εκκλησιαστικά έντυπα, καθώς και άχρηστα ξύλα από διάφορα μέρη του ναού (αναλόγια, στασίδια κ.α.). Κατόπιν, ο Πατριάρχης αναγινώσκει περικοπές από το ιερό Ευαγγέλιο.
Η ανάγνωση συνεχίζεται από Αρχιερείς και ιερείς οι οποίοι εναλλάσσονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η διαδικασία αυτή ακολουθεί με την ίδια τυπική διάταξη την Μ. Τρίτη και την Μ. Τετάρτη, οπότε το Μύρο διαυγές πλέον, μεταγγίζεται σε μεγάλους αργυρούς αμφορείς, σε μικρά αργυρά δοχεία, καθώς και σε αλαβάστρινα, τα οποία μεταφέρονται στο Πατριαρχικό παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέου. Από εκεί τη Μ. Πέμπτη το πρωί με λιτανεία μεταφέρονται στον Πατριαρχικό ναό από 24 ιερείς που κρατούν τους 12 αμφορείς, από 35 περίπου Αρχιερείς που κρατούν αργυρά και αλαβάστρινα δοχεία και τον Πατριάρχη που κρατεί αργυρό δοχείο.
Στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας που προεξάρχει ο Πατριάρχης, γίνεται ο καθαγιασμός του Μύρου που παρασκευάσθηκε. Οι αμφορείς και τα υπόλοιπα δοχεία τοποθετούνται γύρω και επάνω στην Αγία Τράπεζα, όπως διαβάζουμε στο dogma.gr.
Στο τέλος της Λειτουργίας, πάλι με πομπή, μεταφέρονται τα δοχεία στο Μυροφυλάκιο του Πατριαρχείου.
Το Άγιο Μύρο ξεκίνησε να παρασκευάζεται τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε πολύ γεωγραφικά, προκειμένου να μπορεί να τελείται το μυστήριο του χρίσματος σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου δεν μπορούσαν να πάνε οι Απόστολοι, οι οποίοι έχοντας την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ήταν και οι μόνοι που μπρούσαν να τελέσουν το μυστήριο.
Ως τον 8ο αιώνα, το δικαίωμα παρασκευής Αγίου Μύρου είχαν όλοι οι επίσκοποι. Σταδιακά, ωστόσο, το δικαίωμα αυτό περιορίστηκε στους Πατριάρχες και κατόπιν στον Οικουμενικό Πατριάρχη, για λόγους διοικητικής τάξης και ενότητας των εκκλησιών.
Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, Άγιο Μύρο παρασκευάστηκε:
Το 1208 επί Πατριαρχίας Μιχαήλ Δ΄ (στη Νίκαια)
Το 1705 επί Πατριαρχίας Γαβριήλ Γ΄
Το 1759 επί Πατριαρχίας Σεραφείμ Β΄
Το 1833 επί Πατριαρχίας Κωνσταντίου Α΄
Το 1856 επί Πατριαρχίας Κύριλλου Ζ΄
Το 1865 επί Πατριαρχίας Σωφρονίου Γ΄
Το 1879 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
Το 1890 επί Πατριαρχίας Διονυσίου Ε΄
Το 1903 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
Το 1912 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄
Το 1928 επί Πατριαρχίας Βασιλείου του Γ΄
Το 1939 επί Πατριαρχίας Βενιαμίν
Το 1951 επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα
Το 1960 επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα
Το 1973 επί Πατριαρχίας Δημητρίου
Το 1983 επί Πατριαρχίας Δημητρίου
Το 1992 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
Το 2002 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
Το 2012 επί Πατριαρχίας Βαρθολομαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου