Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1924 στο χωριό Φάρασα της Καππαδοκίας, στην Μικρά Ασία. Ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά της ευσεβούς οικογένειάς του. Την ημέρα της βαπτίσεώς του, ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, που τον βάπτισε, του έδωσε το όνομά του, λέγοντας: «Θα πάρει το όνομά μου, γιατί θα γίνει καλόγερος» — προφητεύοντας με θεία έμπνευση την μελλοντική του πορεία.
Μετά από λίγες ημέρες από τη βάπτισή του, η οικογένεια Εζνεπίδη, όπως και πολλοί άλλοι Μικρασιάτες, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά της λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Κατέφυγαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν τελικά στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο μικρός Αρσένιος μεγάλωσε με φτώχεια, αλλά και βαθιά πίστη.
Από νεαρή ηλικία φανέρωσε έντονη πνευματικότητα, μεγάλη αγάπη για την Εκκλησία και τον μοναχισμό. Η προσευχή και η νηστεία ήταν μέρος της καθημερινότητάς του, ακόμη και από τα παιδικά του χρόνια. Αν και ήθελε να γίνει μοναχός νωρίς, πρώτα υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ασυρματιστής κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1945-1949), εκπληρώνοντας το καθήκον του προς την πατρίδα.
Το 1953, σε ηλικία 29 ετών, ο Αρσένιος πήγε στο Άγιον Όρος, ξεκινώντας την μοναχική του ζωή στη Μονή Εσφιγμένου. Αργότερα μετακινήθηκε στη Μονή Φιλοθέου, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Παΐσιος. Εκεί ξεχώρισε για την υπακοή του, την αυταπάρνηση και την αγάπη του προς όλους.
Καθώς προχωρούσε πνευματικά, ένιωσε την ανάγκη για περισσότερη ησυχία και απομόνωση. Έτσι, έζησε σε διάφορα ερημικά μέρη του Αγίου Όρους, όπως στα Κατουνάκια, στην Καψάλα και τελικά στο κελί της Παναγούδας κοντά στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Το κελί αυτό έγινε πνευματικό καταφύγιο χιλιάδων ανθρώπων που προσέτρεχαν στον Γέροντα Παΐσιο για να βρουν παρηγοριά, καθοδήγηση και προσευχή.
Ο Άγιος ήταν γνωστός για το διορατικό και προορατικό του χάρισμα, για τη βαθιά ταπείνωση και την ανεξάντλητη αγάπη του προς τον άνθρωπο. Ενώ ζούσε ως ασκητής, ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα του σε όσους ζητούσαν βοήθεια – υλική ή πνευματική. Δεχόταν εκατοντάδες επισκέπτες καθημερινά, συχνά εξαντλώντας τον εαυτό του, με σκοπό να τους στηρίξει στον αγώνα της ζωής.
Παράλληλα, είχε έντονο ζήλο για την Ορθόδοξη Πίστη και αντιμετώπισε με παρρησία κάθε πλάνη ή αίρεση που απειλούσε την ενότητα της Εκκλησίας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ταλαιπωρήθηκε από σοβαρά προβλήματα υγείας. Το 1993 διαγνώστηκε με καρκίνο. Με πολλή υπομονή και πίστη υπέμεινε την ασθένειά του, παραμένοντας ψυχικά ακμαίος μέχρι το τέλος.
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 12 Ιουλίου 1994 και ετάφη, σύμφωνα με την επιθυμία του, στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται και μέχρι σήμερα το τίμιο λείψανό του.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνώρισε επισήμως την αγιότητά του το 2015 και καθιέρωσε την 12η Ιουλίου ως ημέρα της μνήμης του.
Ἦχος α ́.
Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα